- λιθόλευστος
- λιθόλευστος, -ον (Α)1. αυτός που σκοτώθηκε με λιθοβολισμό («γίνονται λιθόλευστοι ὑπὸ τῶν ὄχλων κατά τινα χρησμὸν ἀρχαῑον», Διόδ.)2. ο άξιος λιθοβολισμού3. φρ. «λιθόλευστος Ἄρης», Σοφ.θάνατος που επέρχεται με λιθοβολισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-* + -λευστος < λεύω «λιθοβολώ», πρβλ. δημό-λευστος).
Dictionary of Greek. 2013.