λιθόλευστος

λιθόλευστος
λιθόλευστος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώθηκε με λιθοβολισμό («γίνονται λιθόλευστοι ὑπὸ τῶν ὄχλων κατά τινα χρησμὸν ἀρχαῑον», Διόδ.)
2. ο άξιος λιθοβολισμού
3. φρ. «λιθόλευστος Ἄρης», Σοφ.
θάνατος που επέρχεται με λιθοβολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-* + -λευστος < λεύω «λιθοβολώ», πρβλ. δημό-λευστος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιθόλευστος — stoned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθόλευστον — λιθόλευστος stoned masc/fem acc sg λιθόλευστος stoned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθολεύστους — λιθόλευστος stoned masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθόλευστα — λιθόλευστος stoned neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθόλευστοι — λιθόλευστος stoned masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

  • λιώδης — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λιθόλευστος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένη γραφή αντί λιώλης (πρβλ. λεώλης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”